Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ηθοποιός της οθόνης

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Κυριακός, Πέτρος — (Αθήνα 1893 – 1984). Ηθοποιός και ποιητής. Ορφανός και αυτοδίδακτος, ξεκίνησε τη ζωή του ως υποδηματοποιός. Παράλληλα εργαζόταν ως ερασιτέχνης καραγκιοζοπαίκτης στο Μεταξουργείο. Εκεί τον γνώρισε ο καραγκιοζοπαίκτης Αντώνης Μόλλας και τον… …   Dictionary of Greek

  • Ντίτριχ, Μάρλεν — (Marlen Dietrich, Βερολίνο 1902 – Παρίσι 1992). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γερμανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου και του θεάτρου Μαρία Μαγκνταλένα φον Λος (Maria Magdalena von Losch). Φοίτησε στη δραματική σχολή του Μαξ Ράινχαρτ κι ύστερα… …   Dictionary of Greek

  • Μπόγκαρτ, Χάμφρεϊ — (Humphrey Bogart, Νέα Υόρκη 1899 – 1957). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Με μια χαρακτηριστική εκφορά λόγου που έμοιαζε με ψεύδισμα αλλά τον έκανε να ξεχωρίζει από όλους τους ηθοποιούς της γενιάς του, ο Μπόγκι της αμερικανικής… …   Dictionary of Greek

  • Νταναγουέι, Φέι — (Faye Dunaway, Φλόριντα 1941 –). Αμερικανίδα ηθοποιός. Πολύ όμορφη και εκφραστική πρωταγωνίστρια του θεάτρου, της μικρής και της μεγάλης οθόνης για σχεδόν τρεις δεκαετίες, που διακρίθηκε για το ταλέντο της και την ικανότητά της να μεταβάλλεται… …   Dictionary of Greek

  • πρωταγωνιστής — ο, ΝΑ, θηλ. πρωταγωνίστρια Ν ο ηθοποιός που υποδύεται το πρώτο, το κύριο πρόσωπο ενός θεατρικού έργου (α. «πρωταγωνίστρια τόσο τής μικρής όσο και τής μεγάλης οθόνης» β. «τὸν μὲν ἐν τραγωδίᾳ πρωταγωνιστήν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ηθοποιός …   Dictionary of Greek

  • Νόβακ, Κιμ — (Kim Novak, Σικάγο 1933 –). Αμερικανίδα ηθοποιός. Από τις ξανθές που χαρακτήρισαν το Χόλιγουντ σε ολόκληρη την δεκαετία του 1950, τελείωσε το κολλέγιο στο Λος Αντζελες και σχεδόν αμέσως μπήκε στις ταινίες. Τα ειδύλλιά της εντός και εκτός οθόνης… …   Dictionary of Greek

  • Μουρ, Ρότζερ — (Roger Moore, Λονδίνο 1927 –). Άγγλος ηθοποιός. Σπούδασε στο RADA του Λονδίνου και στο πέρασμα των χρόνων έγινε ένας από τους πιο περιζήτητους πρωταγωνιστές της μεγάλης και της μικρής οθόνης. Ψηλός, αρρενωπός και με χαρακτηριστική ειρωνεία στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»